επιπλανώμαι

επιπλανώμαι
ἐπιπλανῶμαι, -άομαι (Α)
1. περιφέρομαι, περιπλανιέμαι («τῶν κατ’ ἐμαυτὸν ἀνθρώπων γῆν πλείστην ἐπεπλανησάμην», Κλήμ. Αλ.)
2. (απολ.) (για αναρριχητικά φυτά) έρπω πάνω σε κάτι, αναρριχώμαι, περιζώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επιπλάνησις — ἐπιπλάνησις, ή (Μ) [επιπλανώμαι] περιπλάνηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”